- ἄσφιγκτος
- ἄσφιγκτος, ον,A not tightly bound, loose, Gal.12.373, 18(2).627.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄσφιγκτος — not tightly bound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσφιγκτον — ἄσφιγκτος not tightly bound masc/fem acc sg ἄσφιγκτος not tightly bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσφιχτος — και άσφικτος, η, ο (Α ἄσφιγκτος, ον) [σφίγγω] αυτός που δεν είναι σφιγμένος, χαλαρός, ξέσφιχτος νεοελλ. εκείνος που δεν τον έχουν σφίξει ή δεν τον έχουν πιέσει … Dictionary of Greek